γκρινιάρης

γκρινιάρης
-α, -ικο [γκρίνια]
1. αυτός που συνεχώς παραπονείται
2. εριστικός, καβγατζής
3. το μωρό που συνεχώς κλαψουρίζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκρινιάρης, -α, -ικο — αυτός που γκρινιάζει, ο μεμψίμοιρος, ο μουρμούρης, ο ανάποδος: Η πεθερά του είναι πολύ γκρινιάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… …   Wikipedia

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • ζοχαδιακός — ή, ό [ζοχάδα] 1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός 2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος …   Dictionary of Greek

  • κλαψ(ι)άρης — άρα, άρικο [κλάψα] 1. ο επιρρεπής στο να κλαίει («κλαψιάρικο μωρό») 2. παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης …   Dictionary of Greek

  • κλαψοπαναγιά — η (σκωπτικά για πρόσ.) αυτός που έχει το ύφος τής Παναγίας που κλαίει, αυτός που κλαίει και παραπονιέται συνεχώς, που προσποιείται τον δυστυχισμένο, κλαψιάρης, γκρινιάρης, μεμψίμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαψο (< κλαίω, πρβλ. μέλλ. θα κλάψ ω) +… …   Dictionary of Greek

  • μέρμερος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. Ήταν αδελφός του Φέρητα, μαζί με τον οποίο βρήκε φρικτό θάνατο όταν η Μήδεια θέλησε να τους σκοτώσει· τα παιδιά κατέφυγαν στο ιερό της Ήρας, αλλά δεν κατόρθωσαν να …   Dictionary of Greek

  • μίζερος — η, ο (Μ μίζερος, η, ον) 1. άθλιος, δυστυχής, φτωχός 2. φιλάργυρος, τσιγκούνης («μη ζητάς από αυτόν δανεικά, γιατί είναι μίζερος») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, γκρινιάρης («είναι πολύ μίζερος άνθρωπος») 2. (για πράγματα) …   Dictionary of Greek

  • μεμψίμοιρος — η, ο (Α μεμψίμοιρος, ον) αυτός που παραπονείται κατά τής μοίρας του, παραπονιάρης, γκρινιάρης («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεμψίμοιρον η μεμψιμοιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμψι… …   Dictionary of Greek

  • μουρμούρης — α, ικο [μουρμούρα] (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που μουρμουρίζει, που ψιθυρίζει κάτι συγκεχυμένα και σιγά β) μεμψίμοιρος, γκρινιάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”